- στομαχοεντερολόγος
- ο, η, Νγιατρός ειδικευμένος στη λειτουργία και στις παθήσεις τού στομάχου και τών εντέρων, στη λειτουργία τού πεπτικού συστήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
στομαχοεντερολογικός — ή, ό Ν [στομαχοεντερολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στομαχοεντερολογία («στομαχοεντερολογικό συνέδριο») … Dictionary of Greek